σμηκτικός

σμηκτικός
-ή, -ό / σμηκτικός, -ή, -όν, ΝΑ [σμήκτης]
1. ο σχετικός με το σμήγμα ή με τη σμήξη
2. (κυρίως για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική δύναμη («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», Αθήν.)
νεοελλ.
φρ. α) «σμηκτική κατάσταση»
φυσ.-χημ. μεσόμορφη κατάσταση τής ύλης, που βρίσκεται πλησιέστερα προς τη στερεά κρυσταλλική κατάσταση παρά προς την υγρά και στην οποία τα μόρια είναι διατεταγμένα σε παράλληλα και ισαπέχοντα μεταξύ τους επίπεδα
β) «σμηκτικό σώμα»
φυσ. σώμα που παρουσιάζει σμηκτική κατάσταση
γ) «σμηκτικό επίπεδο» — επίπεδο που σχετίζεται με την ύπαρξη σμηκτικής κατάστασης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σμηκτικός — purgative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηκτικά — σμηκτικός purgative neut nom/voc/acc pl σμηκτικά̱ , σμηκτικός purgative fem nom/voc/acc dual σμηκτικά̱ , σμηκτικός purgative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηκτικώτερον — σμηκτικός purgative adverbial comp σμηκτικός purgative masc acc comp sg σμηκτικός purgative neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηκτικῶν — σμηκτικός purgative fem gen pl σμηκτικός purgative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηκτικόν — σμηκτικός purgative masc acc sg σμηκτικός purgative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηκτικώτατον — σμηκτικός purgative masc acc superl sg σμηκτικός purgative neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηκτικαῖς — σμηκτικός purgative fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηκτικαί — σμηκτικός purgative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηκτικοί — σμηκτικός purgative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηκτικοῦ — σμηκτικός purgative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”