- σμηκτικός
- -ή, -ό / σμηκτικός, -ή, -όν, ΝΑ [σμήκτης]1. ο σχετικός με το σμήγμα ή με τη σμήξη2. (κυρίως για φάρμακα) αυτός που έχει καθαρτική δύναμη («ἔτι δὲ σμηκτικοὶ [οἱ βολβοί] καὶ ἀμβλυντικοὶ ὄψεως», Αθήν.)νεοελλ.φρ. α) «σμηκτική κατάσταση»φυσ.-χημ. μεσόμορφη κατάσταση τής ύλης, που βρίσκεται πλησιέστερα προς τη στερεά κρυσταλλική κατάσταση παρά προς την υγρά και στην οποία τα μόρια είναι διατεταγμένα σε παράλληλα και ισαπέχοντα μεταξύ τους επίπεδαβ) «σμηκτικό σώμα»φυσ. σώμα που παρουσιάζει σμηκτική κατάστασηγ) «σμηκτικό επίπεδο» — επίπεδο που σχετίζεται με την ύπαρξη σμηκτικής κατάστασης.
Dictionary of Greek. 2013.